οστεοκλάστης

οστεοκλάστης
ο
(ιστολ.) μεγάλο πολυπύρηνο κύτταρο στο οποίο οφείλεται η λύση και η απορρόφηση τής οστικής ουσίας κατά τη διαδικασία τού μετασχηματισμού ή τής ανάπλασής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoclast < ὀστέον / ὀστοῦν + -κλάστης (< κλῶ «σπάω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οστεοκλαστικός — ή, ό [οστεοκλάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οστεοκλάστη …   Dictionary of Greek

  • οστεορρήκτης — ο ιατρ. ο οστεοκλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ρρήκτης (< ῥήγνυμι «σπάω»)] …   Dictionary of Greek

  • οστεοφάγος — ο, θηλ. και α φρ. «οστεοφάγο κύτταρο» (ιστολ.) ο οστεοκλάστης …   Dictionary of Greek

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”